στρεπτός
Смотреть что такое "στρεπτός" в других словарях:
στρεπτός — easily twisted masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… … Dictionary of Greek
στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)